- αδυναμία
- faiblesse
Ελληνικό-Γαλλικό λεξικό. 2015.
Ελληνικό-Γαλλικό λεξικό. 2015.
ἀδυναμία — ἀδυναμίᾱ , ἀδυναμία want of strength fem nom/voc/acc dual ἀδυναμίᾱ , ἀδυναμία want of strength fem nom/voc sg (attic doric aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
αδυναμία — η 1. έλλειψη σωματικής δύναμης, ατονία: Ύστερα από την αρρώστια νιώθω μεγάλη αδυναμία. 2. έλλειψη πνευματικής επάρκειας σε κάτι: Παρουσιάζει αδυναμία στα γλωσσικά μαθήματα. 3. υπερβολική συμπάθεια, αγάπη: Έχει ιδιαίτερη αδυναμία στην κόρη της … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
ἀδυναμίᾳ — ἀδυναμίαι , ἀδυναμία want of strength fem nom/voc pl ἀδυναμίᾱͅ , ἀδυναμία want of strength fem dat sg (attic doric aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
αδυναμία — Εξασθένηση του οργανισμού από κόπωση ή από έλλειψη τροφής. Α. λέγεται η έλλειψη ικανότητας αλλά και η υπερβολική συμπάθεια προς κάποιον. α. παροχής (Νομ.).Η κατάσταση του οφειλέτη που αδυνατεί να εκπληρώσει τις υποχρεώσεις του. Η α.π. διακρίνεται … Dictionary of Greek
ἀδυναμίας — ἀδυναμίᾱς , ἀδυναμία want of strength fem acc pl ἀδυναμίᾱς , ἀδυναμία want of strength fem gen sg (attic doric aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἀδυναμίαι — ἀδυναμία want of strength fem nom/voc pl ἀδυναμίᾱͅ , ἀδυναμία want of strength fem dat sg (attic doric aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἀδυναμίαν — ἀδυναμίᾱν , ἀδυναμία want of strength fem acc sg (attic doric aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
αδράνεια μήτρας — Αδυναμία της μήτρας να κάνει αρκετά ισχυρές συστολές στη διάρκεια του τοκετού, για να περάσει το έμβρυο από τον γεννητικό πόρο … Dictionary of Greek
κατακράτηση ούρων — Αδυναμία κένωσης της ουροδόχου κύστης, η οποία αντιμετωπίζεται κυρίως με καθετηριασμό … Dictionary of Greek
ἀδυναμιῶν — ἀδυναμία want of strength fem gen pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἀδυναμίαις — ἀδυναμία want of strength fem dat pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)